The research took place in April 1996, in two different University libraries, that of the Schools of Economics, Agriculture, Medicine and Mechanics of TEI in Iraklion, and that of the Schools of Psychology, History and Archeology, Arts, Sociology, Primary and Preprimary Education in Rethymnon.
All the dictionaries found on the shelves of these libraries (on the day of the research) have been searched over, for the words "homosexuality" and "lesbianism".
The oldest dictionary/encyclopedea, dated back to 1935, while the newest was published in 1993 (Some were undated). The following list begins with the oldest dictionaries (those undated were listed at the middle).
Note for the non-grecophones: In many cases, even in the most recently revised and updated dictionaries, "homosexuality" and "lesbianism" are described as an "abberation" and "perversion" (just two instances of inacuracies modern psychologists, sociologists, historians and anthropologists would find in these dictionaries'/encyclopedeas' references to "homosexuality" and "lesbianism").
Επιτομον Εγκυκλοπαιδικον Λεξικον Ελευθερουδακη, 1935
λεσβιασμος. Ομοφυλοφιλια μεταξυ των γυναικων
ομοφυλοφιλια. Διαστροφη της γενετησιου ορμης καθ' ην ατομον τι διακειται ερωτικως προς ατομα του φυλου εις το οποιο ανηκει
Πρωιας, Λεξικον της Νεας Ελληνικης Γλωσσης, Εκδοτικος Οικος Σταμ. Π. Δημητρακου, Βραβειον Ακαδημιας Αθηνων
λεσβιαζω (Ρ. αμετβ.) επι γυναικων, εχω την ερωτικη διαστροφη των λεσβιαδων
ομοφυλοφιλος, ος, ον, ο ικανοποιουμενος αισθησιακως μετα προσωπων του αυτου φυλου. Ουσ. ομοφυλοφιλια (η), η γενετησιος διαστροφη του ομοφυλοφιλου
Μεγα Λεξικον της Ελληνικης Γλωσσης, Εκδοτικος Οικος Ι. Σιδερης
Λεσβιαζω, πραττω οτι αι Λεσβιαι γυναικες, γλωττοδεψω, αισχροποιω. Λατ. fellare, Αριστοφ. Βατρ. 1308
Ελευθερουδακη Συγχρονος Εγκυκλοπαιδεια, Εγκυκλοπαιδικαι Εκδοσεις Ν. Νικας & Σια ΕΕ
Λεσβιασμος (ο λ. της ΝΕΓ). Διαστροφη της γενετησιου ορμης παρα τη γυναικι, ομοφυλοφιλος ερως
ομοφυλοφιλια (η). Διαστροφη του γενετησιου αισθηματος, καθ' ην ατομον τι αισθανεται τη γενετησιον απολαυσιν επιτελουν αυτην μετ' ατομου του αυτου φυλου
Νεο Λεξικο Γιοβανη, Θησαυρος Ολης της Ελληνικης Γλωσσας, Παγκοσμιος Εκδοτικος Οργανισμος Χρηστος Γιοβανης ΑΕΒΕ
λεσβιαζω (ΑΜ κ. -ιζω) (για γυναικες) εχω ομοφυλοφιλικες ερωτικες σχεσεις οπως οι γυναικες της Λεσβου || Α 1. γλειφω τα γενητικα οργανα αλλου 2. συνθετω αισχρα ποιηματα
Ομοφυλοφιλια, η (ψυχολ.) σεξουαλικη αντιστροφη των φυλων που στον αντρα οπως και στη γυναικα ειναι το αποτελεσμα ασυνειδητων συμπλεγματων. Συμφωνα με τον Αντλερ, προκειται για ενα συναισθημα κατωτεροτητας. Ο φοβος της αποτυχιας κανει το ατομο να αναζητει ανα συντροφο του ιδιου φυλου. Η ομοφυλοφιλια στο αγορι ειναι συχνα το αποτελεσμα ακταλληλης ανατροφης. Στη γυναικα η ομοφυλοφιλια (λεσβιασμος) μπορει να ειναι αποτελεσμα μιας προηγουμενης απογοητευσης, συνδεμενης με αρνητικες εμπειριες σχετικες με την ανακαλυψη της διακρισης των φυλων
Τεγοπουλος-Φυτρακης Ελληνικο Λεξικο Ζ' εκδοση εκτος εμποριου για την Ελευθεροτυπια, Εκδοσεις Αρμονια ΑΕ.
λεσβια (η) ουσ. [θυλ. του αρχ. επιθ. λεσβιος < Λεσβος] (Κ. κ.λεσβιας, -αδος) γυναικα ομοφυλοφιλη
λεσβιακος, -η, -ο, επιθ. [<αρχ. λεσβιαζω ,Λεσβος] (για γυναικες) ασελγω με ομοφυλοφιλη
λεσβιακος, -η, -ο, επιθ. [ < Λεσβιος] (Κ -η, -ον) ο της Λεσβου η των Λεσβιων: λεσβιακη ποιηση || ο χαρακτηριστικος του λεσβιασμου: λεσβιακος ερωτας - λεσβιακη διαστροφη
λεσβιασμος (ο) ουσ. [ < λεσβιαζω] γυναικεια ομοφυλοφιλια
ομοφυλοφιλια (η) ουσ. [ < ομοφυλοφιλος] επιθυμια για ερωτα, σεξουαλικη ικανοποιηση με ατομα του ιδιου φυλου
ομοφυλοφιλος, -η, -ο επιθ [< ομοφυλοφιλια] (Κ -η, -ον) ο ικανοποιουμενος σεξουαλικα με ατομα του ιδιου φυλου
Δημητρακου Δημητριου, Νεον Λεξικον, Εκδοτικος Οικος Γιοβανη, Γ' εκδοσις, 1970
λεσβιαζω ΑΝ αισχουργω δια του στοματος 2 Επι γυναικων, αισχουργω μεθ' ομοφυλον 3 αισχρολογω εν τη ποιησει Ουσ. λεσβιασμος ο, ασελγεια μεταξυ γυναικων
ομοφυλοφιλια η Ν η γενετησιος διαστροφη του η της ομοφυλοφιλου
Καμπανα Ιω. Ηλια Μονοτονικο Λεξικο της Δημοτικης, Ηλιας Καμπανας Οργανισμος Εκδοσεων ΑΒΕΕ, 1982
λεσβια η, η ομοφυλοφιλη γυναικα
Πρωτη, Παγκοσμια Νεοελληνικη Εγκυκλοπαιδεια, Εκδοτικη Πρωτη, 1983-1984
ομοφυλοφιλια βλεπε σεξουαλικοτητα
σεξουαλικοτητα (φυσιολ.) [...] Οι διαστροφες που παρατηρουνται συνηθως ειναι η παιδεραστια, η κτηνοβασια, η νεκροφιλια, η νυμφομανια και η ομοφυλοφιλια. Η ομοφυλοφιλια αποτελει την πιο αμφισβητουμενη σεξουαλικη διαστροφη. Πολλοι την πολεμουν η την υποστηριζουν ενω σε ορισμενα κρατη εχει αναγνωριστει επισημα. [...]
Μανου Νικου, Ερμηνευτικο Λεξικο Ψυχιατρικων Ορων, Β' εκδοση, University Studio Prees, 1987
lesbian - λεσβια, Ομοφυλοφιλη γυναικα
lesbianism - λεσβιασμος, Γυναικεια ομοφυλοφιλια Γυρω στο 600 π.Χ. στη Λεσβο η ποιητρια Σαπφω παρακινουσε τις νεαρες κοπελες σε σεξουαλικες δραστηριοτητες μεταξυ τους. Ο λεσβιασμος ειναι επισης γνωστος και ως Σαπφισμος. Βλεπε επισης αμφισεξουαλικοτητα (bisexuality), ομοφυλοφιλια (homosexuality), λανθανουσα ομοφυλοφιλια (latent homosexuality), ανοικτη (εκδηλη) ομοφυλοφιλια (overt homosexuality)
homosexuality - ομοφυλοφιλια Σεξουαλικη ελξη η επαφη αναμεσα σε ατομα του ιδιου φυλου. Μερικοι συγγραφεις διακρινουν δυο τυπους, την φανερη (overt homosexuality) και τη λανθανουσα (latent homosexuality) ομοφυλοφιλια. Βλεπε επισης αμφισεξουαλικοτητα (bisexuality), δυστονικη προς το εγω ομοφυλοφιλια (ego dystonic homosexuality), ετεροσεξουαλικοτητα (heterosexuality), 'αντιστροφη' (inversion), λεσβιασμος (lesbianism)
Υδρια, Ελληνικη Παγκοσμια Μεγαλη Εγκυκλοπαιδεια, Εταιρια Ελληνικων Εκδοσεων ΑΕ, 1987
λεσβιασμος Διαστροφη της γενετησιας ορμης στη γυναικα, ομοφυλοφιλος ερωτας. Ο ορος προηρθε απο τη Λεσβια αρχαια λυρικη ποιητρια Σαπφω, που, κατα την παραδοση, ειχε ερωτικες σχεσεις με τις μαθητριες της. Οπως αποδειχτηκε, ομως, αργοτερα, η αποψη αυτη δεν ανταποκρινεται στην πραγματικοτητα, γιατι ηΣαπφω ειχε μονο πνευματικες σχεσεις με τις μαθητριες της.
ομοφυλοφιλια. Ερωτοσεξουαλικη ελξη για ατομα του ιδιου φυλου, με την εννοια της παθητικης πραξης, σε αντιθεση με την ενεργητικη ο. που εκφραζεται με τον ορο αρρενοφιλια.
Η ο. οφειλεται σε διαφορα αιτια: α)εξωτερικα (μιμηση, διαφθορα, χρηματισμος, ελλειψη η απαγορευση φυσιολογικης ικανοποιησης, αποκλειστικη συμβιωση με ατομα του ιδιου φυλου -οικοτροφεια, στρατωνες, φυλακες κτλ- θρησκευτικη απαγορευση, μισογυνισμος κλπ) β)οργανολειτουργικα, γ)ψυχογενη, που τα περισσοτερα οφειλονται σε λαθη γονεικα κατα την παιδικη ηλικια (φοβος ταυτοποιησης προς τον πατερα, ερωτικη ταυτοποιηση προς τη μητερα, ελξη προς φαλλικη γυναικα, ναρκισισμος αυτοερωτικος, πρωκτικη ερωτοποιηση -με υποκλισμους, υποθετα, παιχνιδια πρωκτικα).
Η ο. εμφανιζεται με διαφορες μορφες: φανερη, κρυφη, επιδεικτικη, φανταστικη, κλπ και δημιουργει αμεσες επιδρασεις στο χαρακτηρακαι τη συμπεριφορα (ζηλοφθονια, πεισμα, φιλυποψια, πονηρια, εκδικητικοτητα, κτλ). Στην κατηγορια των ομοφυλοφιλων ανηκουν και εκεινοι που επιθυμουν αλλαγη φυλου εξωτερικη (κινησεις, λεξεις, ενδυματα) η λειτουργικη (ορμονικη, χειρουργικη). Υπαρχουν, επισης και σπανιες περιπτωσεις οπου η μητερα μεσω τριτων οδηγει το γιο της σε ο. ιδιαιτερα κατα την εφηβικη ηλικια, απο το φοβο της για τυχον μπλεξιμο με γυναικες. Απο αποψη θεραπευτικη οι πιθανοτητες ειναι ελαχιστες (για την ο. βλεπε λεσβιακος ερωτας)
Παπυρος Λαρους Μπριτανικα, Εκδοτικος Οργανισμος Παπυρος, 1989
λεσβιασμος, ο (αγγλ. lesbianism, γαλλ. lesbianisme), η ομοφυλοφιλια στις γυναικες
ομοφυλοφιλια, η (αγγλ. homosexuality, γαλλ. homosexualite) (ιατρ.). η σεξουαλικη ελξη ενος ατομου για ατομο του ιδιου φυλου. Η αποκλιση αυτη, οδηγει συνηθως, αλλα οχι παντοτε, σε σωματικη επαφη που κορυφωνεται σε οργασμο
Βαρμαζη Ν. Το βασικο ερμηνευτικο λεξικο της Νεοελληνικης Γλωσσας, Α' εκδοση 1993, εκδοσεις Μαλλιαρης Παιδεια ΑΕ, Εγκριση χρησιμοτητας του Υπουργειου Εθν. Παιδειας.
λεσβιακος, -η, -ο, ο σχετικος με τη Λεσβο: Η Σαπφω αντιπροσωπευει τη λεσβιακη ποιηση
ομοφυλοφιλια, η, η ερωτικη διαστροφη των ομοφυλοφιλων
ομοφυλοφιλος, -η, -ο, αυτος που επιθυμει η πετυχαινει ερωτικη απολαυση με ατομα του ιδιου φυλου